- φακέλωμα
- το, -ατοςη τοποθέτηση και το κλείσιμο επιστολής ή εγγράφου σε φάκελο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φακέλωμα — και εσφ. γρφ. φακέλλωμα, το, Ν [φακελώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φακελώνω … Dictionary of Greek